καταποτνιώμαι

καταποτνιώμαι
καταποτνιώμαι, -άομαι (Μ)
επικαλούμαι, ικετεύω, εκλιπαρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ποτνιῶμαι «ικετεύω, εκλιπαρώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”